Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Τι να (μη) ρίξουμε στην κάλπη

Η τεράστια αποχή στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, καθώς και τα υψηλά ποσοστά άκυρων και λευκών ψηφοδελτίων επαναφέρουν τη συζήτηση για το ποιά είναι η προσφορότερη έκφραση της δυσαρέσκειας του εκλογικού σώματος διά της (μη) ψήφου του.

Οι εκλογές του Νοεμβρίου διέφεραν σημαντικά από τις προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες, είτε αυτοδιοικητικές, είτε κοινοβουλευτικές. Από τη μία πλευρά, οι αλλαγές που επέφερε στον εκλογικό χάρτη της Ελλάδας το σχέδιο "Καλλικράτης" και ο νέος μεταναστευτικός νόμος και, από την άλλη, οι ριζικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομικοκοινωνική ζωή των Ελλήνων που προβλέπει το Μνημόνιο, είχαν ως αποτέλεσμα την πολιτική μετατόπιση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, δίνοντας ξεχωριστό ενδιαφέρον στην αναμονή των αποτελεσμάτων.

Πέρα, όμως, από τη θετική πλευρά της πολιτικής κινητικότητας, που συνίσταται στο ότι οι πολίτες νιώθουν την ανάγκη να επεξεργαστούν καταστάσεις που μέχρι τώρα θεωρούσαν δεδομένες, να κρίνουν και να συγκρίνουν ιδέες, πολιτικές και συνέπεια λόγων και έργων, υπάρχει και μια αρνητική όψη, την τάση απαξίωσης που δημιουργείται προς το σύνολο της πολιτικής ως θεσμό, η οποία, ολοένα αυξανόμενη, αναζήτησε τρόπο αποτύπωσης στις κάλπες του Νοεμβρίου. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί με τρεις τρόπους, την αποχή, το άκυρο και το λευκό. Στόχος, λοιπόν, αυτού του άρθρου είναι να αξιολογήσει τις προαναφερθείσες συμπεριφορές των εκλογέων και να καταλήξει στην προσφορότερη, αν και εφόσον υπάρχει τέτοια.

Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσουμε πως σαφής προσανατολισμός κάθε υπεύθυνου πολίτη πρέπει να είναι η έκφραση της άποψής του με θετική ψήφο, επιλέγοντας τον υποψήφιο με τον οποίο θεωρεί ότι ταυτίζεται περισσότερο. Η αντιπροσώπευση είναι θεμέλιο της φιλελεύθερης κοινωνίας, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι επιτυγχάνεται με κριτήρια ώριμα και βασίζεται σε ενδελεχή αναζήτηση του καταλληλότερου υποψηφίου, η οποία καταλήγει στην κατάστρωση επιχειρημάτων υπέρ του. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η έρευνα του ψηφοφόρου αποβαίνει άκαρπη και η τελική κρίση για κάθε επιλογή είναι σε τέτοιο βαθμό αρνητική, ώστε η λύση του "μη χείρονος" να καθίσταται απαγορευτική;

Πρώτη επιλογή αποτελεί η αποχή. Πρόκειται για μια λύση στην οποία προσφεύγουν όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας, καθώς εξυπηρετεί πολλά από τα "χαρακτηριστικά" της κοινωνίας μας: Πρώτον, δεν απαιτεί καμιά απολύτως ενέργεια, αλλά, τουναντίον, πραγματώνεται με την αδράνεια, δεύτερον, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της μη συμμετοχής σε μια διαβρωμένη διαδικασία και, τρίτον, δίνει την αίσθηση ότι "φτύνουμε στα μούτρα" αυτούς που (νομίζουμε ότι) μας οδήγησαν σε αυτή την τραγική κατάσταση. Παρά ταύτα, τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει ορθολογική βάση: Η δημοκρατία απαιτεί συμμετοχή, το δε δικαίωμα ψήφου συνιστά ταυτόχρονα και χρέος προς τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Επιπλέον, η μη συμμετοχή στις εκλογές δεν βλάπτει ούτε κατ’ ελάχιστον το πολιτικό σύστημα, καθώς γεννά μόνο συζητήσεις φιλολογικού περιεχομένου περί ηθικής νομιμοποίησης της εκλεγμένης από μια μειοψηφία κυβέρνησης. Τέλος, η αποχή δε συνεπάγεται απαλλαγή του απέχοντος από τις επιλογές της νέας κυβέρνησης˙ αντίθετα, του αφαιρεί το ηθικό δικαίωμα στη διαμαρτυρία, αφ’ ης στιγμής δε συμμετείχε στις εκλογές.

Η δεύτερη επιλογή είναι το άκυρο. Εδώ ο εκλογέας συμμετέχει μεν, αλλά οχι με τον προσήκοντα τρόπο. Θεραπεύει, λοιπόν, φαινομενικά τα ελλαττώματα της αποχής, αλλά στην ουσία δε διαφέρει, καθώς (ορθώς και κατά λογική ακολουθία) τα άκυρα δεν προσμετρώνται στα έγκυρα ψηφοδέλτια. Επιπλέον, ως μέσο διαμαρτυρίας παρουσιάζει το μειονέκτημα της έκφρασης ανομοιογενών αιτιών που οδηγούν στο άκυρο: Άκυρο ρίχνει ο αναρχικός γιατί δεν τον εκφράζει το κράτος, άκυρο ο ακροδεξιός γιατί δεν πιστεύει στη δημοκρατία, άκυρο ο μη ασχολούμενος με την πολιτική για να γελοιοποιήσει τη διαδικασία κ.λ.π.. Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, το άκυρο στρέφεται πάλι κατά του θεσμού των εκλογών και οχι ενάντια στις παθογένειές του.

Τρίτη και τελευταία επιλογή είναι το λευκό. Εδώ τα πράγματα διαφοροποιούνται εν συγκρίσει με τις προηγούμενες περιπτώσεις, καθώς το λευκό όντως εκφράζει ταυτόχρονα γνώμη και αποδοκιμασία. Γνώμη γιατί ο πολίτης (τεκμαίρεται ότι) αναζήτησε τον ιδανικό υποψήφιο, αποδοκιμασία γιατί κανείς από τους υπάρχοντες δεν κρίθηκε αρκετά άξιος ώστε να κερδίσει την ψήφο του. Συνιστά, δε, το λευκό μομφή προς τα στελέχη του πολιτικού συστήματος και οχι προς το πολιτικό σύστημα αυτό καθεαυτό. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο σεβασμός στη βούληση του πολίτη επιβάλλει την προσμέτρηση των λευκών στα έγκυρα για λόγους τόσο νομικούς (από τη στιγμή που δίνεται το λευκό ως ψηφοδέλτιο, είναι ανακόλουθο να ακυρώνεται μια νόμιμη επιλογή), όσο και πολιτικούς (το δικαίωμα στην επιλογή υποψηφίου προφανώς και περιλαμβάνει και τη μη επιλογή). Με τον τρόπο αυτό, πέρα από τον ορθότερο προσδιορισμό των ποσοστών των υποψηφίων, θα καταστεί δυνατός ο κατά τεκμήριο υπολογισμός της δυσαρέσκειας του κόσμου.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, το δικαίωμα (και, παράλληλα, η υποχρέωση) της ψήφου έχει κατακτηθεί με πολλούς αγώνες, οφείλουμε, λοιπόν, με τη συμπεριφορά μας να το σεβόμαστε, ακόμα και πίσω από ένα παραβάν που δε μας βλέπει κανείς. Τα αποτελέσματα της αποχής φάνηκαν ξεκάθαρα με τη ραγδαία αύξηση των ποσοστών ακραίων πολιτικών σχηματισμών. Ως εκ τούτου, ο σωστός πολίτης έχει χρέος να μελετήσει προσεκτικά το ποιόν κάθε υποψηφίου χωρίς παρωπίδες και, στην περίπτωση που κανείς δεν ανταποκρίνεται στο minimum έστω των προσδοκιών του, τότε και μόνο τότε να προσφύγει στο λευκό. Η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα, ομοίως και η ύψιστη στιγμή της, δηλαδή οι εκλογές.

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές στο e-libero.blogspot.com και αναδημοσιεύεται σχεδόν αυτούσιο, με τις απαραίτητες χρονικές αλλαγές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου