Απεβίωσε σήμερα στην Αθήνα, ο Μιλτιάδης Έβερτ, 72 ετών, πρ.Υπουργός και πρ. Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Ένα αναλυτικό αφιέρωμα με παραλειπόμενα.
Μικρός ήθελε να γίνει πυροσβέστης, αργότερα αξιωματικός. Το ζήτημα της ηγεσίας ήταν πάντα βασικό για το Μιλτιάδη Έβερτ. Ή ίσως, ήταν εξοικειωμένος με τις στολές λόγω του πατέρα του. Ο Άγγελος Έβερτ, ήταν διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων της Αθήνας και αργότερα αρχηγός του σώματος, όταν ο γιος του ήταν ακόμη πολύ μικρός. Βραβεύτηκε γιατί κατόρθωσε να διασώσει τους Έλληνες Εβραίους της πρωτεύουσας, κατά την Κατοχή ενώ είχε και ενεργή συμμετοχή στα Δεκεμβριανά, από την κυβερνητική πλευρά.
Ο Μιλτιάδης Έβερτ ήταν γέννημα-θρέμμα της Αθήνας. Με αυτήν συνδέονται όλες οι φάσεις της ζωής του. Σχολείο πήγε εκεί. Λέγεται ότι στα λογοτεχνικά δεν ήταν καθόλου καλός. Γνωστά μαργαριτάρια που του αποδίδονταν ήταν το «γλήγορα-γλήγορα» και το «ο γιος της θυρωρούς». Ο ίδιος το παραδεχόταν με χιούμορ, αλλά επικαλούταν τον αυθορμητισμό του και αναφερόταν στους καθηγητές του, το Ρένο Αποστολίδη και τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, που κάποτε μπήκε ενθουσιώδης στην τάξη και ανακοίνωσε «Ο Έβερτ, τα κατάφερε! Πήρε είκοσι σε τέσσερις εκθέσεις μαζί! Δηλαδή , από πέντε στην κάθε μία!»
Μετά φοίτησε στην ΑΣΟΟΕ, και έκανε περαιτέρω σπουδές στην πληροφορική. Ως φοιτητής, έγινε μέλος της νεολαίας της ΕΡΕ και επικεφαλής της. Κατά δήλωσή του, κατόπιν εντολής του Εθνάρχη Καραμανλή, αναλαμβάνει να διαλύσει την σκληρή δεξιά ΕΚΟΦ , η οποία πράγματι αργότερα αδρανοποιείται. Δείγματα γραφής, δίνει ήδη το 1962, όταν σε εφημερίδα που εκδίδει, τον Πρωτοπόρο, γράφει «Δεν είμαστε ούτε Δεξιά ούτε συντήρηση…». Ωστόσο, αργότερα παραδέχεται ότι η οριστική του προσήλωσή στην εθνική συμφιλίωση , θα έρθει με την εμπειρία της Χούντας, η οποία και θα του απαγορεύσει την έξοδο από τη χώρα. Η μεταπολίτευση τον βρίσκει να εργάζεται μεταξύ άλλων, ως οικονομικός σύμβουλος στην Εμπορική Τράπεζα και διευθυντής στα Ναυπηγεία Ελευσίνας.
Παραμονές των εκλογών του 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του προτείνει να είναι υποψήφιος στην Α’ Αθηνών. Ο ΄Εβερτ, διστάζει και τελικά αρνείται. Ο Καραμανλής του κλείνει αμέσως το τηλέφωνο. Την επομένη, μαθαίνει από την Καθημερινή, ότι είναι υποψήφιος. Το 1976, μπαίνει για πρώτη φορά στην κυβέρνηση, ως υφυπουργός Οικονομικών, αργότερα γίνεται υφυπουργός Βιομηχανίας και υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση Ράλλη. Το έργο του είναι ιδιαιτέρως σημαντικό σε ό,τι αφορά τον εξηλεκτρισμό, τις γεωλογικές έρευνες της ΔΕΗ, αλλά και τη νομοθεσία για την ίδρυση των νέων βιομηχανιών. Ιδιαίτερα κοπιώδεις ήταν και οι οικονομικές διαπραγματεύσεις στις οποίες συμμετείχε για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Αργότερα, δημιουργεί επιτροπή υπό τον καθηγητή Χατζηντίνα, για την αναπτυξιακή προοπτική και η οποία αποτέλεσε την αντιπολιτευτική βάση κατά του ΠΑΣΟΚ σε ζητήματα οικονομίας.
Καθόλη τη δεκαετία του ’80, ως βουλευτής της Α’ Αθηνών, αποτελεί κορυφαίο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, με ιδιαίτερα υψηλή δημοφιλία, εντός και εκτός της παράταξης. Ασκεί δυναμική αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ. Στις εσωκομματικές εκλογές του 1984, ψηφίζει τον Κωστή Στεφανόπουλο για αρχηγό της ΝΔ. Στις βουλευτικές του 1985, όπου κερδίζει ξανά το ΠΑΣΟΚ, αποδίδει την ήττα τόσο στον εγκλωβισμό των αριστερών ψηφοφόρων από το κυβερνών κόμμα, όσο και στο ότι η ΝΔ «δεν έδωσε βαρύτητα στην πολιτική και κοινωνική διάσταση του φιλελευθερισμού, αλλά μόνον στην οικονομική».
Το 1986 είναι οι δημοτικές εκλογές. Η φιλελεύθερη παράταξη θα επικρατήσει σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη (Κούβελας) και Πειραιά (Ανδριανόπουλος). Ο Μιλτιάδης Έβερτ δεν ήθελε να γίνει Δήμαρχος Αθηναίων στην αρχή. «Τι δουλειά έχω εγώ με τα σκουπίδια και τους τάφους του Α’ Νεκροταφείου;» αναρωτιόταν δημοσίως. Όμως, ο Γεώργιος Ράλλης είχε αρνηθεί τη σχετική πρόταση, ενώ οι Κούβελας- Ανδριανόπουλος είχαν διαμηνύσει ότι θα κατέβαιναν υποψήφιοι, μονάχα αν εκείνος διεκδικούσε τη δημαρχία της πρωτεύουσας. Κατόπιν της πίεσης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δέχτηκε τελικά.
Αυτή ήταν η καλύτερή του στιγμή. Παραδίδει μαθήματα πολιτικής και επικοινωνίας, ο «Μπουλντόζας». Αυτό ήταν το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει, όταν κάποτε είπε πως θα κατεδαφίσει σε μια νύχτα το Γκάζι. Το προσωνύμιο αυτό του πήγαινε, γιατί πάντοτε ήταν ευτραφής. Το υιοθετεί. Το ταυτίζει με την έννοια του σαρωτικού και του εργατικού πολιτικού. Και τελικά, η κεντρική προεκλογική του αφίσα, τον δείχνει δίπλα σε μια μπουλντόζα!
Παράλληλα, είναι ο πρώτος από τη κεντρική πολιτική σκηνή που ως υποψήφιος Δήμαρχος, ανακοινώνει πως «βγάζει το κομματικό του καπέλο». Τονίζει τη σημασία της εθνικής συμφιλίωσης και την ανάγκη ευρέων πολιτικών συμμαχιών με όλους τους κομματικούς χώρους. Τελικά, επικρατεί σαρωτικά στις εκλογές. Και πράγματι το έργο που αφήνει στο Δήμο Αθηναίων, υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό στην καθαριότητα, την αισθητική της πόλης με διάσημα μοντέρνα έργα τέχνης , τις κοινωνικές υπηρεσίες με τους βρεφονηπιακούς σταθμούς και το περιβάλλον με τις σύγχρονες χωροθετήσεις.
Όλα, όμως, επισκιάζονται από το ραδιοφωνικό σταθμό «Αθήνα 9,84», όπου ο ίδιος ιδρύει, ανταποκρινόμενος στο φιλελεύθερο αίτημα για πολυφωνία και απαλλαγή από τον κρατικό έλεγχο στη ραδιοτηλεόραση. Ο σταθμός υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Τζανετάκου, κατακτά γρήγορα την πρωτιά στην ακροαματικότητα και αναδεικνύει μια νέα γενιά δημοσιογράφων και καλλιτεχνών.
Διαφώνησε κάθετα με την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Αλλά όχι γιατί υπονοούσε πως ένα πολιτικός δεν πρέπει να πηγαίνει στα δικαστήρια. Σε αυτή την πολιτική θέση, διαφωνούσε με τον Εθνάρχη Καραμανλή, το παντοτινό του πρότυπο. Αρθρογράφησε εναντίον της Οικουμενικής κυβέρνησης, γιατί πίστευε ότι δεν είχε προηγηθεί η πολιτική και ιδεολογική προεργασία.
Μετά τη σαρωτική εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, το 1990, αναλαμβάνει νέα καθήκοντα. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον διορίζει υπουργό Προεδρίας. Θέση πολύ υψηλή στην τυπική ιεραρχία, αλλά αισθητά αποδυναμωμένη από αρμοδιότητες.
Αρκετά σύντομα, ο Μιλτιάδης Έβερτ, άρχισε να ασκεί δημοσίως κριτική στην κυβέρνηση και να λαμβάνει αποστάσεις. Ήδη από το φθινόπωρο του 1990 κατήγγειλε την κυβέρνηση για την αύξηση του πληθωρισμού και την κατανομή των φορολογικών βαρών. Το Δεκέμβρη, διαφωνεί και παραιτείται από την επιτροπή (για τον περιορισμό των) προσλήψεων στο Δημόσιο. Τον Αύγουστο του 1991 διατυπώνει την πλήρη του διαφωνία για τις αποκρατικοποιήσεις που προωθεί η κυβέρνηση. Τελικά, τον Οκτώβρη του 1991 παραιτείται από υπουργός, ενώ αργότερα καταγγέλλει πως παρακολουθείται από την ΕΥΠ. Την άνοιξη του 1992 τάσσεται κατά του σταθεροποιητικού προγράμματος του Στέφανου Μάνου και των αλλαγών στο ασφαλιστικό. Το φθινόπωρο του 1992, με τους Κανελλόπουλο και Δήμα, αποστέλλουν επιστολή στον Πρωθυπουργό, όπου αναφέρουν πως η κυβέρνηση απειλείται με κατάρρευση, λόγω των μετώπων που έχει ανοίξει. Ακολουθεί δημόσια δήλωση των τριών, όπου τάσσονται κατά τη διαιτητικής διαδικασίας για το Μακεδονικό. Και τελικά, τον Αύγουστο του 1993, ψηφίζει υπέρ της αποκρατικοποίησης του ΟΤΕ, αφού η κυβέρνηση αποδέχεται κάποιους από τους όρους που έθεσε.
Η αντίθεση του Έβερτ, δεν είχε προσωπικά κίνητρα. Ήταν πρώτιστα πολιτική. Δεν μπορούσε να κατανοήσει τις κοσμογονικές αλλαγές που έγιναν στο φιλελεύθερο χώρο, καθόλη τη δεκαετία του ’80. Ανδρώθηκε σε ένα περιβάλλον, τις δεκαετίες ’50-’60, όπου το New Deal, δέσποζε. Υπήρξε φοιτητής Οικονομικών την ίδια περίοδο και είχε πάντα ως πρότυπο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που σε μεγάλο βαθμό -λόγω συγκυρίας και ανάγκης- κινήθηκε με βασικό άξονα την παρέμβαση. Πίστευε στο «δεσμευτικό ρόλο του κράτους στην εισοδηματική πολιτική» και πολύ συχνά έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη παρά στην ελευθερία. Παράλληλα, βέβαια υπήρξε πάντα πιστός στην εθνική ιδέα, αλλά και βαθύτατα ευρωπαϊστής, θιασώτης του ομοσπονδιακού μέλλοντος της Ευρώπης, με ενιαία κρατική υπόσταση, κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα.
Έλεγε πως εκτιμούσε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη διότι «είχε το θάρρος της γνώμης του». Και υποστήριζε ότι στην τελευταία μεγάλη κρίση πριν πέσει η κυβέρνηση του 1993 ,πως «τον υποστήριξα ίσως περισσότερο από κάθε άλλον». Παρά τις σημαντικές πολιτικές του διαφοροποιήσεις, υπήρξε πάντοτε θιασώτης της ενότητας της Νέας Δημοκρατία. «Αν διαφωνείς, σήκω φύγε, παραίτήσου. Όχι, όμως, να στήσεις άλλο μαγαζί δίπλα», είπε στην τελευταία του μεγάλη συνέντευξη στο Γιάννη Τζανετάκο, το 2006.
Η ήττα της Νέας Δημοκρατίας το 1993, αποδόθηκε από τον Έβερτ, το βράδυ των εκλογών, στην ύπαρξη ενός άλλου κόμματος στις παρυφές της. Αμέσως μετά, στις 30 Οκτωβρίου του 1993, επικρατεί καθαρά έναντι του Γιάννη Βαρβιτσιώτη για τη θέση του αρχηγού του κόμματος. Επαγγέλλεται την ενότητα της παράταξης, την ιδεολογική της ανανέωση στην κατεύθυνση της καραμανλικής παράδοσης του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και του κοινωνικού προσώπου. Υιοθετεί το σύνθημα της «ειρηνικής επανάστασης» για την Ελλάδα και –κατά κάποιο τρόπο- την έννοια του «συμπονετικού συντηρητισμού».
Με την ανάληψη της προεδρίας, προτείνει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για επίτιμο αρχηγό της ΝΔ. Πιθανώς ανταποδίδοντας την ουδέτερη –ή ευμενή ,σύμφωνα με τον Ιωάννη Βαρβιτσιώτη- στάση του τελευταίου κατά την αναμέτρηση. Επιπλέον, επισκέπτεται τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπου φιλώντας το χέρι του Εθνάρχη, δέχεται την παρατήρηση: «Δεν θέλω ασπασμούς».
Ο Έβερτ κινήθηκε ταχύτατα για την κομματική ανασύνταξη. Έγιναν αμέσως εκλογές σε τοπικό επίπεδο με τη συμμετοχή τετρακοσίων χιλιάδων μελών. Κατόπιν, προχώρησε στη διεξαγωγή του Γ’ Συνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας. Ένας από τους βασικούς του στόχους, ήταν η επιβεβαίωση του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού ως ιδεολογικής αρχής της παράταξης. Ωστόσο, από του βήμα του Συνεδρίου έλαβε, ίσες αποστάσεις τόσο από το σοσιαλισμό όσο και από το νεοκλασικό φιλελευθερισμό. Μεταγενέστεροι σχολιαστές εκτιμούν πως το έκανε όχι για να δημιουργήσει εσωκομματικές εντάσεις ή για λόγους ιδεολογικής καθαρότητας, αλλά από φόβο έναντι της ρητορείας του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, όμως, έθεσε ένα βασικό ιδεολογικό ρεύμα εκτός παράταξης. Στα αξιοσημείωτα του συνεδρίου ήταν επίσης η σαφής επικράτηση της «καραμανλικής» πτέρυγας στην Κεντρική Επιτροπή, η κατοχύρωση της εκπροσώπησης της ΟΝΝΕΔ στο όργανο και η εγκαινίαση από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ,αντιπολιτευτικής τακτικής έναντι της ηγεσίας, για την –κατ’ αυτόν- μη υπεράσπιση της κυβέρνησης της ΝΔ από τα στελέχη.
Στις περισσότερες διαφοροποιήσεις έναντι της κομματικής γραμμής, ο Μιλτιάδης Έβερτ υπήρξε ανεκτικός. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και αρκετοί που πρόσκεινταν σε εκείνον, θεωρούσαν πως ο πρόεδρος της ΝΔ, τους άφηνε εκτεθειμένο έναντι του ΠΑΣΟΚ και αντιδρούσαν. Τόσο στην υπόθεση των λεγόμενων «υποκλοπών» όσο και στην υπόθεση της «ΑΓΕΤ Ηρακλής», όπου η υπερασπιστική γραμμή του Έβερτ δεν ήταν υπέρ των επιλογών της κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά κατά της ύπαρξης αδικημάτων από των πρώην πρωθυπουργό. Τελικά, η εικόνα αποσυσπείρωσης της ευρύτερης παράταξης, αποτυπώθηκε και στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 1994, όπου η Νέα Δημοκρατία έχασε με διαφορά πέντε μονάδων από το ΠΑΣΟΚ. Στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές –που γίνονταν για πρώτη φορά- το ίδιο έτους, η Νέα Δημοκρατία, ακολουθώντας μετριοπαθή τακτική, έφερε θετικά αποτελέσματα όπως ήταν η νίκη σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και τη Νομαρχία Αθηνών.
Παρά αυτή την επιτυχία, η αμφισβήτηση συνεχίστηκε, χωρίς ωστόσο ο Έβερτ να λαμβάνει πειθαρχικά μέσα συχνά. Τότε εγκαινίασε μια δυναμικότερη αντιπολιτευτική τακτική, η οποία φαινόταν να δίνει καρπούς, εξαιτίας και των κυβερνητικών παλινωδιών, αλλά και της σαφούς αδυναμίας του Ανδρέα Παπανδρέου να κυβερνήσει. Ωστόσο, η πιθανότητα για τη ΝΔ να αναδειχθεί κυβέρνηση απωλέσθηκε, εφόσον τελικά η Βουλή κατόρθωσε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας ,τον Κωστή Στεφανόπουλο με αυξημένη πλειοψηφία.
Η παραίτηση του Πρωθυπουργού και η ανάληψη της από τον Κώστα Σημίτη, βρήκαν τη Νέα Δημοκρατία σε θέση υπεροχής, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Το επεισόδιο όμως στα Ίμια, άρχισε να αντιστρέφει την κατάσταση. Η οργισμένη αντίδραση του Μιλτιάδη Έβερτ στις ευχαριστίες του Κ. Σημίτη προς τις ΗΠΑ διατυπώθηκε ως εξής: «σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί δεν προκαλούν το Κοινοβούλιο, κάνουν χαρακίρι». Η εικόνα ,επίσης, του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τοποθετεί σημεία θέσης σε στρατιωτικό χάρτη σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη –και διαχρονική, όπως αποδείχθηκε- υποστήριξη των ΜΜΕ προς το ΠΑΣΟΚ, επέτειναν τα προβλήματα.
Τελικώς, η Νέα Δημοκρατία έχασε τις βουλευτικές εκλογές του 1996 με διαφορά τρεισίμισι μονάδων. Τα διαρκή και σοβαρά εσωκομματικά της προβλήματα, η προβολή του «εκσυργχονισμού» ως πολιτικού πλαισίου από τον Κώστα Σημίτη και η μονομερής υποστήριξη της πλειοψηφίας των ΜΜΕ προς τον τελευταίο, οδήγησαν σε μια οδυνηρή ήττα.
Αμέσως, ο Μιλτιάδης Έβερτ υπέβαλε την παραίτησή του από την αρχηγία. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος παλινδρομήσεων και εσωκομματικής ανησυχίας, μέχρι τις νέες εκλογές για την προεδρία της ΝΔ, όπου και πάλι επικράτησε, αυτή τη φορά έναντι του Γιώργου Σουφλιά με διαφορά περίπου δέκα μονάδων. Ωστόσο, σύμφωνα με σχετική πρόταση του Γ. Βαρβιτσιώτη, ο νέος αρχηγός θα έπρεπε να επιβεβαιωθεί και από το Δ’ συνέδριο του κόμματος. Πράγματι στο Συνέδριο, κατήλθαν ως υποψήφιοι οι Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Σουφλιάς, Μιλτιάδης Έβερτ και Βύρων Πολύδωρας. Στο τέλος, επικράτησε ο Κώστας Καραμανλής με ποσοστό 69,15% έναντι του Γ. Σουφλιά με 30,85%. Ο Μιλτιάδης ΄Έβερτ, είχε αποκλειστεί στον πρώτο γύρο, συγκεντρώνοντας το 25,34% και υποστήριξε στο δεύτερο, τον Κώστα Καραμανλή.
Ο Έβερτ με τη στάση του ως αρχηγός υπηρέτησε κατά κανόνα τη βασική αρχή που πίστευε, τη σύνθεση των απόψεων. «Είμαστε κόμμα φιλελεύθερο, κόμμα λαϊκό, κόμμα κεντροδεξιό που καλύπτει το μεσαίο πολιτικό χώρο.», δήλωσε στην τελευταία του ομίλια ως πρόεδρος της ΝΔ. Μέχρι το τέλος επέμενε πως «ζωτικός χώρος για την παράταξή μας είναι το κέντρο». Ενώ για την πορεία της Νέας Δημοκρατίας επί των ημερών του δήλωσε: «Φταίω εγώ- όχι οι έριδες. Δε ρίχνω ευθύνες στους άλλους. Έκανα κακή εκτίμηση, σχετικά με τον τρόπο που διοικείται το κόμμα». Έκανε ιδιαίτερα σκληρές επίθεσεις στο ΠΑΣΟΚ, λόγω του χρηματιστηριακού κραχ του 1999. Πίστευε ότι υπήρχαν ποινικές ευθύνες της κυβέρνησης Σημίτη και άλλων, και κατέθεσε σχετικά στη Δικαιοσύνη. Για τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό δήλωνε : «Ο Σημίτης ήταν έντιμος άνθρωπος, αλλά δεν μπόρεσε να αντέξει τη διαπλοκή».
Το 2004 και το 2007 εξελέγη βουλευτής της ΝΔ. Στις εκλογές του 2009 ζήτησε και έλαβε από τον Κώστα Καραμανλή, τη 12η και τιμητική θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας. Τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε εντείνονταν διαρκώς και λόγω της θλίψης που του προκάλεσε η βαρύτατη ασθένεια συγγενικού του προσώπου. Η τελευταία του πολιτική πράξη ήταν η στήριξη προς τη Ντόρα Μπακογιάννη, όταν η τελευταία διεκδίκησε την αρχηγία της ΝΔ το Νοέμβριο του 2009.
Για το τέλος, αντιγράφουμε το Δελτίο τύπου της ΟΝΝΕΔ:
Ο Μιλτιάδης Έβερτ ήταν άνθρωπος ελεύθερος , μαχητής και ιδεολόγος ,τόσο στην πολιτική όσο και στην ζωή.
Του ευχόμαστε καλό ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου